χαυλιόδοντες

χαυλιόδοντες
χαυλιόδους
with outstanding teeth
masc/fem nom/voc pl
χαυλιόδων
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… …   Dictionary of Greek

  • προβοσκιδωτά — Τάξη θηλαστικών, η ονομασία των οποίων προέρχεται από το ότι είναι προικισμένα με προβοσκίδα. Τα π. εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο στην Αφρική και διαδόθηκαν κατά το τριτογενές και τεταρτογενές σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία· μερικά …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • φακόχοιρος — (phacochoerus). Αρτιοδάκτυλο της οικογένειας των συϊδών. Το θηλαστικό αυτό μπορεί να φτάσει το μήκος των 190 εκ. 45 από τα οποία ανήκουν στην ουρά, και ύψος 75 εκ έως το ακρώμιο. Είναι χοντρό και άχαρο, με παχύ, ρυτιδωμένο δέρμα γκρίζου χρώματος …   Dictionary of Greek

  • δινοθηριείδες — Οικογένεια προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Ήταν ζώα μεγάλου μεγέθους, με σκελετό όμοιο με αυτόν του ελέφαντα. Είχαν δύο χαρακτηριστικούς, μεγάλους, κυρτούς χαυλιόδοντες στο κάτω σαγόνι, ενώ, αντίθετα, είχαν χάσει τους δύο άνω… …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίδες — (elephantidae). Οικογένεια ζώων της τάξης των προβοσκιδοειδών. Είναι ογκώδη και παχύδερμα ζώα, με μεγάλη και ευκίνητη προβοσκίδα. Στο επάνω σαγόνι τους φυτρώνουν δύο χαυλιόδοντες, οι οποίοι θεωρούνται το δεύτερο ζευγάρι των τομέων του σαγονιού… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντοστούν — το 1. το κόκαλο που προέρχεται από τους χαυλιόδοντες τού ελέφαντα 2. «χάρτης ελεφαντοστού» είδος διακοσμητικού χαρτιού που χρησιμοποιείται για ζωγραφικές μικρογραφίες …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • μαμούθ — Απολιθωμένο θηλαστικό της τάξης των προβοσκιδωτών, που έζησε κατά το πλειστόκαινο (2 εκατ. 9.000 χρόνια πριν), κατά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammuthus. Το μ. συγγενεύει με τους σύγχρονους ελέφαντες, και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”